Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων παραμένει ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα πολέμου των ναζί στην Ευρώπη
Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 η ιστορική κωμόπολη των Καλαβρύτων στην Αχαΐα γνώρισε μία από τις πιο φρικτές θηριωδίες της ναζιστικής κατοχής. Οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν σχεδόν όλους τους άνδρες και αγόρια άνω των 13 ετών και πυρπόλησαν ολοσχερώς την πόλη, σε αντίποινα για τη δράση των ανταρτών. Το «Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων» αποτελεί μέχρι σήμερα συνώνυμο της αγριότητας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα.
Επιχείρηση «Καλάβρυτα»: Προοίμιο της σφαγής
Τον Οκτώβριο του 1943, αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν νικήσει τις δυνάμεις κατοχής σε μάχη κοντά στα Καλάβρυτα και αιχμαλωτίσει 78 Γερμανούς στρατιώτες. Οι αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν από τους αντάρτες, γεγονός που προκάλεσε σφοδρά γερμανικά αντίποινα (Νίκα 1978). Το γερμανικό στρατηγείο σχεδίασε την «Επιχείρηση Καλάβρυτα» (Unternehmen Kalavryta), με σκοπό την εκκαθάριση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την τιμωρία του άμαχου πληθυσμού (Meyer 2003). Επικεφαλής τέθηκε η 117η Μεραρχία Καταδρομών (117. Jäger-Division) υπό τον στρατηγό Καρλ φον Λε Σουίρ, που διέταξε τους άνδρες του να προβούν στα σκληρότερα αντίποινα χωρίς δισταγμό.
Από τις αρχές Δεκεμβρίου 1943, γερμανικές φάλαγγες άρχισαν να συγκλίνουν προς τα Καλάβρυτα από διάφορες πόλεις (Πάτρα, Αίγιο, Τρίπολη, Πύργο κ.α.). Στην πορεία τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια (όπως το Μέγα Σπήλαιο και την Αγία Λαύρα) και εκτελούσαν άοπλους πολίτες και μοναχούς. Οι Γερμανοί έφτασαν στα Καλάβρυτα στις 9 Δεκεμβρίου, περικυκλώνοντας την πόλη ώστε να μην μπορεί κανείς να διαφύγει (Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, χ.χ.). Αρχικά καθησύχασαν τους κατοίκους διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν θα πάθουν κακό και ότι στόχος τους ήταν μόνο οι αντάρτες. Μάλιστα, κάλεσαν όσους είχαν φύγει να επιστρέψουν, δίνοντας τον λόγο της στρατιωτικής τιμής τους ότι δεν θα πειράξουν τους αμάχους (DMKO, χ.χ.). Για να γίνουν πιστευτοί, έκαψαν σπίτια που ανήκαν σε γνωστούς αντάρτες και αναζήτησαν τυχόν τραυματισμένους Γερμανούς από την πρόσφατη μάχη, δίνοντας την εντύπωση μιας ελεγχόμενης επιχείρησης.
Η «Μαύρη Δευτέρα» – 13 Δεκεμβρίου 1943
Τα ξημερώματα της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου 1943 οι καμπάνες της εκκλησίας χτύπησαν μανιωδώς πριν καλά ξημερώσει. «Ξημέρωσε 13 του Δεκέμβρη. Ήταν μια μέρα παγερή, με πολλή καταχνιά… Από πολύ πρωί χτύπησαν ασυνήθιστα οι καμπάνες του χωριού σαν μανιασμένες. Όλοι υποθέσαμε πως κάτι σοβαρό θα γινόταν» θυμάται ο 14χρονος τότε Γιώργος Δημόπουλος (ERT 2021, ραδιοφωνικό ντοκουμέντο). Οι Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί έβγαλαν τους κατοίκους από τα σπίτια και διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι στο κτίριο του Δημοτικού Σχολείου, παίρνοντας μαζί μια κουβέρτα και τρόφιμα για μία μέρα (DMKO, χ.χ.). Προειδοποίησαν μάλιστα ότι όποιος δεν εμφανιστεί, ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας, θα τουφεκιστεί επί τόπου – διαταγή που κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει. Το πρόσχημα των κουβερτών και προμηθειών έπεισε πολλούς ότι επρόκειτο να μεταφερθούν οι άντρες για κάποια εργασία και θα γύριζαν σύντομα (Νίκα 1978).
Στην αυλή του σχολείου έγινε σύντομα ο χωρισμός των κατοίκων. Οι γυναίκες με τα μικρά παιδιά κλειδώθηκαν μέσα στις αίθουσες του σχολείου, ενώ όλοι οι άνδρες και αγόρια ηλικίας 13-14 ετών και πάνω απομακρύνθηκαν. Οι Γερμανοί τους οδήγησαν σε φάλαγγες προς έναν κοντινό λόφο, τη «Ράχη του Καπή», επιλέγοντας επίτηδες μια επικλινή, αμφιθεατρική τοποθεσία όπου κανείς δεν θα μπορούσε εύκολα να δραπετεύσει (DMKO, χ.χ.). Κάποιες μητέρες προσπάθησαν να κρατήσουν κοντά τους τα αγόρια-εφήβους τους· Γερμανοί αξιωματικοί στάθηκαν στην είσοδο του σχολείου και ξεδιάλεγαν τα παιδιά, στέλνοντας όσα έμοιαζαν πάνω από 12-13 χρονών μαζί με τους άντρες προς εκτέλεση. Ένας από αυτούς δίστασε με ένα αγόρι – τελικά το έσπρωξε προς τη μεριά των γυναικοπαίδων, σώζοντάς του τη ζωή (Dimopoulos 2021). Στο μεταξύ, οι άνδρες έβλεπαν από το ύψωμα τις φλόγες να τυλίγουν την πόλη τους. Οι κατακτητές είχαν ήδη αρχίσει να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια, αρπάζοντας ό,τι πολύτιμο έβρισκαν. Ένα ολόκληρο τρένο (ο οδοντωτός σιδηρόδρομος) φορτώθηκε με λάφυρα – τρόφιμα, χρήματα από τις τράπεζες, ζώα – και στάλθηκε πίσω στη βάση τους (Μάγερ 2006). Η ολόκληρη πόλη παραδόθηκε στις φλόγες και πυκνοί μαύροι καπνοί υψώνονταν στον ουρανό.
Η εκτέλεση – «Μας έσφαζαν σαν τα κοκόρια»
Γύρω στο μεσημέρι δόθηκε το σύνθημα για την προδιαγεγραμμένη τραγωδία. Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» στο κέντρο των Καλαβρύτων, ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ έριξε μια πράσινη και αμέσως μετά μια κόκκινη φωτοβολίδα – το προσημειωμένο σήμα για να αρχίσει η εκτέλεση (DMKO, χ.χ.). Στη «Ράχη του Καπή» οι γερμανοί στρατιώτες είχαν στήσει τρία πολυβόλα, επιμελώς καμουφλαρισμένα. Με το σύνθημα, τα πολυβόλα άρχισαν να θερίζουν τους συγκεντρωμένους άνδρες. «Μας γάζωναν με τα μυδράλια, μας έσφαζαν σαν τα κοκόρια!» θα περιγράψει αργότερα ένας από τους ελάχιστους επιζώντες, αποτυπώνοντας τη φρικιαστική σκηνή (Μηχανή του Χρόνου 2018). Οι ριπές κράτησαν αρκετά λεπτά μέχρι που όλοι σωριάστηκαν. Αμέσως μετά, οι εκτελεστές πέρασαν πάνω από τα κορμιά και έριξαν τη «χαριστική βολή» σε όσους κινούνταν – μια πιστολιά εξ επαφής στο κεφάλι σε κάθε τραυματία, για να βεβαιωθούν ότι κανείς δεν ζει .
Συνολικά εκτελέστηκαν σχεδόν όλοι οι άνδρες των Καλαβρύτων. Οι μαρτυρίες διαφέρουν ως προς τον αριθμό, όμως οι περισσότερες πηγές αναφέρουν περίπου 500 εκτελεσθέντες στο λόφο εκείνο το μεσημέρι (Meyer 2003; Δήμος Καλαβρύτων 2013). Από το μακελειό γλίτωσαν μόνο 13 άνδρες – όλοι τους τραυματισμένοι – επειδή κατάφεραν να παραμείνουν κάτω από τα σώματα των νεκρών και οι Γερμανοί τους θεώρησαν πεθαμένους (Μάγερ 2006). Οι επιζώντες αυτοί, διάτρητοι από σφαίρες, αναδύθηκαν αργότερα «από τον σωρό των πτωμάτων όπως ο Λάζαρος», προκαλώντας δέος στις γυναίκες που τους αντίκρισαν (Δημόπουλος 2021). Επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ, ενώ στην επιχείρηση μετείχαν και πολλοί Αυστριακοί στρατιώτες της Μεραρχίας (Meyer 2003). Κανείς από τους δράστες δεν λογοδότησε ποτέ για το έγκλημα.
Γυναικόπαιδα στις φλόγες – το χρονικό της επιβίωσης
Ενώ οι άνδρες εκτελούνταν στον λόφο, οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν κλειδωμένα στο σχολείο φρουρούμενοι. Την ώρα της σφαγής, οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά και στα κτίρια γύρω από το σχολείο. Σύντομα το σχολείο τυλίχθηκε στους καπνούς και απειλήθηκε άμεσα από τη φωτιά. Μέσα στις αίθουσες επικράτησε πανικός: «Φωτιά! Φωτιά! Μας καίνε!» ακούγονταν ουρλιαχτά, καθώς οι φλόγες πλησίαζαν και ο καπνός έπνιγε τα παιδιά (Dimopoulos 2021). Οι γυναίκες έσπασαν πόρτες και παράθυρα με όση δύναμη είχαν και κατάφεραν την τελευταία στιγμή να βγουν έξω, γλιτώνοντας από βέβαιο θάνατο. Σε αυτήν την αγωνιώδη διαφυγή βοήθησε καθοριστικά ένας Αυστριακός στρατιώτης που είχε αναλάβει φρουρός: παρακούοντας τις διαταγές, ξεκλείδωσε την πόρτα και άφησε τα γυναικόπαιδα να διαφύγουν. Το τίμημα για τον ίδιο ήταν βαρύ – αργότερα εκτελέστηκε από τους ναζί για τη φιλευσπλαχνία του (Kaldiris 1989).
Βγαίνοντας από το φλεγόμενο σχολείο, οι τρομοκρατημένες μανάδες και τα παιδιά βρέθηκαν σε μια πόλη φάντασμα. Τα Καλάβρυτα καίγονταν παντού και τα πάντα είχαν γίνει παρανάλωμα. «Όλα γύρω μας έγιναν φαντάσματα. Και το σπίτι μας και το μαγαζί μας κάηκαν. Δεν έμεινε τίποτα…» θυμούνται οι επιζήσαντες (Νίκα 1978). Ακόμα χειρότερο: κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονταν οι άντρες και τα αγόρια τους. Αφότου συνειδητοποίησαν ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει, οι γυναίκες άρχισαν διστακτικά να ανηφορίζουν προς τη Ράχη του Καπή, στον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί αντίκρισαν την απόλυτη φρίκη: «Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί, πλημμυρισμένοι στο αίμα». Μια γυναίκα, η Αναστασία Φελελή, ήταν η πρώτη που έφτασε και έβαλε μια στεντόρεια κραυγή: «Γυναίκες! Τους σκότωσαν όλους!». Το ανατριχιαστικό νέο έπεσε σαν κεραυνός. Οι χαροκαμένες μάνες έτρεξαν και αντίκρισαν σωρούς πτωμάτων. Το θέαμα δεν το χωρούσε ανθρώπινος νους: «Όπως ένας κάμπος διάσπαρτος με παπαρούνες, έτσι φαινόταν από μακριά το αίμα των σκοτωμένων… Κομμένα μέλη, τρύπια κρανία, μυαλά και σάρκες σκορπισμένες» (Δημόπουλος 2021). Πολλά παιδιά λιποθυμούσαν ή έκρυβαν τα μάτια τους στη θέα αυτή. Μερικοί άντρες ήταν ακόμη ετοιμοθάνατοι – ανέπνεαν βαριά, προσπαθούσαν μάταια να κρατήσουν τα σπλάχνα τους μέσα στο σώμα. Οι γυναίκες άρχισαν έναν σπαρακτικό αγώνα να αναγνωρίσουν τους δικούς τους ανάμεσα στους νεκρούς. Έψαχναν με γυμνά χέρια μέσα στα πτώματα, μετακινούσαν διαμελισμένα κορμιά για να βρουν το παιδί ή τον άντρα τους. Κάθε τόσο ακουγόταν μια κραυγή πόνου: «Βρήκα τον Κώστα!…». Πολλές έχασαν όχι μόνο τον σύζυγο αλλά και περισσότερα από ένα παιδιά. Δεν υπήρχαν λόγια παρηγοριάς – ποιος να παρηγορήσει ποιον σε εκείνον τον αδιανόητο όλεθρο;
Απολογισμός της τραγωδίας και απόδοση δικαιοσύνης
Ο απολογισμός του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων ήταν τραγικός. Σύμφωνα με μεταπολεμικές έρευνες, εκτελέστηκαν 499 άρρενες στα Καλάβρυτα τη 13η Δεκεμβρίου 1943 (συμπεριλαμβανομένων και εφήβων αγοριών), ενώ συνολικά στην ευρύτερη περιοχή οι νεκροί άμαχοι έφτασαν περίπου τους 677 κατά την επιχείρηση (Meyer 2006). Άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων σε 800 έως και πάνω από 1.000, ανάλογα με το ποιες περιοχές και ημερομηνίες συμπεριλαμβάνονται (Καλαντζής 1945; Μαγκριώτης 1949). Τη μέρα της σφαγής, εκτός από τους Καλαβρυτινούς εκτελέστηκαν δεκάδες ακόμη κάτοικοι στα γύρω χωριά (Ρωγούς, Κερπινή, Ζαχλωρού, κ.ά.) τα οποία οι Γερμανοί πέρασαν διά πυρός και σιδήρου (Μάγερ 2006). Πάνω από 1.000 σπίτια κάηκαν ολοσχερώς στην επαρχία Καλαβρύτων, εκ των οποίων τα ~650 μέσα στην πόλη (Μάγερ 2006). Η υλική καταστροφή ήταν καθολική: περιουσίες, κόποι γενεών, δημόσια κτίρια, όλα έγιναν στάχτη. Οι ναζί λεηλάτησαν ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί, αφαιρώντας από τους κατοίκους κάθε μέσο επιβίωσης – εκτός από τα τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, άρπαξαν σχεδόν 2.000 ζώα (πρόβατα, βοοειδή, άλογα) και περίπου 260 εκατομμύρια δραχμές (τον δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο της περιοχής) (Meyer 2003).
Παρά τη σοβαρότητα του εγκλήματος, κανένας από τους υπευθύνους δεν τιμωρήθηκε ουσιαστικά. Ο στρατηγός φον Λε Σουίρ, που είχε δώσει τη διαταγή της σφαγής, πέθανε το 1954 σε σοβιετική αιχμαλωσία πριν δικαστεί. Ο ταγματάρχης Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο το 1944, ενώ ο υπολοχαγός Ακαμπχούμπερ έζησε ελεύθερος στην Αυστρία ως το 1972 (Χαραλαμπόπουλος 2020). Μόνο ο ανώτατος Γερμανός διοικητής Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, δικάστηκε στη Νυρεμβέργη το 1948 και καταδικάστηκε σε 15ετή κάθειρξη για εγκλήματα πολέμου (συνολικά στην Ελλάδα). Ωστόσο, απελευθερώθηκε μετά από μόλις 3 χρόνια, στο γενικό κλίμα Ψυχρού Πολέμου (Mazower 1993). Μέχρι και σήμερα, η Γερμανία δεν έχει καταβάλει καμία αποζημίωση ειδικά για τα Καλάβρυτα. Το 2000, σε μια κίνηση ηθικής δικαίωσης, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας Γιόχαννες Ράου επισκέφθηκε τα Καλάβρυτα, όπου εξέφρασε δημόσια «ντροπή και βαθιά θλίψη» για την τραγωδία (Ράου 2000). Ζήτησε συμβολικά συγγνώμη εκ μέρους του γερμανικού λαού, χωρίς όμως να αναλάβει επίσημη κρατική ευθύνη ή να θίξει το θέμα των αποζημιώσεων.
Μνήμη και αναγέννηση: Τα Καλάβρυτα ως μαρτυρική πόλη
Στον τόπο της εκτέλεσης υψώνονται ο Λευκός Σταυρός και η συγκλονιστική μορφή της «Πετρωμένης Καλαβρυτινής Μάνας» – σύμβολα αιώνια του μαρτυρίου. Στο βάθος, η σύγχρονη κωμόπολη των Καλαβρύτων που ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες της.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων έμεινε χαραγμένο βαθιά στη συλλογική μνήμη και ιστορία της Ελλάδας. Τα Καλάβρυτα αναγνωρίστηκαν επίσημα ως «μαρτυρική πόλη», ενώ κάθε χρόνο στις 13 Δεκεμβρίου τελείται επιμνημόσυνη δέηση και πομπή μνήμης. Στον λόφο του Καπή, τον ματωμένο τόπο της θυσίας, ένα μεγάλο Μνημείο Πεσόντων θυμίζει την ανείπωτη τραγωδία: ένας μαρμάρινος σταυρός και η γλυπτή φιγούρα της Μάνας που έχει απομείνει αποσβολωμένη πάνω από τους σκοτωμένους (Καλλιμάνης 2005). Στην εκκλησία της πόλης, το παλιό ρολόι έχει σταματήσει για πάντα στις 2:34 μ.μ. – την ώρα που κόπηκε το νήμα της ζωής εκατοντάδων ανθρώπων. Κάτω από το μνημείο, ένας μικρός ναός φυλάσσει χάλκινες πλάκες με τα ονόματα των θυμάτων, ώστε οι επόμενες γενιές να θυμούνται ένα προς ένα τα θύματα της θηριωδίας.
Η τοπική κοινωνία, μολονότι αποδεκατισμένη και κατεστραμμένη, κατάφερε να αναγεννηθεί. Οι Καλαβρυτινές μανάδες, σύζυγοι και κόρες, επέδειξαν απέραντο σθένος: μόνες, θάβοντας τους νεκρούς τους και παλεύοντας με την ορφάνια και τη φτώχεια, ξαναέχτισαν τα Καλάβρυτα μέσα από τα ερείπια. Η τραγωδία αυτή συγκλόνισε το πανελλήνιο και ενίσχυσε την αντιστασιακή διάθεση εναντίον του κατακτητή (Φλεischer 2018). Σήμερα, τα Καλάβρυτα τιμούνται διεθνώς ως τόπος μαρτυρίου. Το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος στεγάζεται στο παλιό σχολείο όπου φυλακίστηκαν οι γυναίκες, διατηρώντας ζωντανή την ιστορική μνήμη με εκθέματα και προσωπικές μαρτυρίες. Κάθε επισκέπτης που ανηφορίζει στον τόπο της εκτέλεσης αντικρίζει συγκλονισμένος τη φράση: «Δύσκολο στον άνθρωπο να γίνει άνθρωπος».
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων παραμένει ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα πολέμου των ναζί στην Ευρώπη. Εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά, η ιστορία του συνεχίζει να συγκλονίζει και να διδάσκει: για την αγριότητα του πολέμου, το αβάσταχτο τίμημα της αντίστασης, αλλά και το μεγαλείο της ανθρώπινης αντοχής και αξιοπρέπειας μέσα στις πιο σκοτεινές ώρες της ιστορίας.
Πηγή-φωτο:newpost
Βιβλιογραφία
-
Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος (DMKO) (χ.χ.) «Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 1943». Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του DMKO: www.dmko.gr (ημερομηνία πρόσβασης 12/12/2025).
-
Μάγερ, Χέρμαν Φρανκ (2006) Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα – Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα. Μετάφραση Γ. Μυλωνόπουλος. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
-
Νίκα, Φραντζέσκα (1978) Καλάβρυτα 1943: Μαρτυρία. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
-
Kaldiris, D. (1989) Το Δράμα των Καλαβρύτων. 2η έκδοση. Αθήνα: Επτάλοφος.
-
Dimopoulos, G. (2021) Προσωπική μαρτυρία στο ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ «78 χρόνια μετά τη Σφαγή στα Καλάβρυτα», Πρώτο Πρόγραμμα Ελληνικής Ραδιοφωνίας, 12/12/2021 (αναπαραγωγή από Newshub.gr).
- Mazower, M. (1993) Inside Hitler’s Greece: The Experience of Occupation, 1941–44. New Haven: Yale University Press.
Trikala Day Καθημερινή Ηλεκτρονική Εφημερίδα των Τρικάλων

