Η «νονά του πανκ» Πάτι Σμιθ εξηγεί γιατί το ζήτημα της Παλαιστίνης «δεν την αφήνει να κοιμηθεί», αποκαλύπτει τις δικές της απώλειες και θυμάται πώς η τέχνη έγινε το καταφύγιο και η αντίστασή της.
Στα 78 της, η Πάτι Σμιθ εξακολουθεί να εκπέμπει την ίδια αντοχή, την ίδια πνευματική πειθαρχία και την ίδια ποιητική ορμή που τη συνόδευε όταν εμφανίστηκε στη σκηνή της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’70. Με αφορμή την περιοδεία για τα 50 χρόνια του Horses και την έκδοση του νέου της βιβλίου Bread of Angels, η «νονά του πανκ» μιλά για τη ζωή, την απώλεια, την πολιτική, τη φήμη και τις αντιφάσεις της δημιουργίας — με αφοπλιστική ειλικρίνεια και μια ωριμότητα που δεν μοιάζει να θέλει να εντυπωσιάσει κανέναν.
«Το πένθος δεν είναι το τέλος της αγάπης· είναι η απόδειξή της. Κλαις επειδή αγάπησες βαθιά. Κι αν μπορείς ακόμη να νιώσεις αγάπη, μπορείς ακόμη να νιώσεις ελπίδα».

«Έβλεπα το βιβλίο στα χέρια μου»
Η Σμιθ περιγράφει πως η ιδέα για τα απομνημονεύματα προέκυψε σχεδόν μυστικιστικά: από ένα όνειρο στο οποίο κάποιος της παρέδινε ένα λευκό βιβλίο με τέσσερις φωτογραφίες. «Όταν ξύπνησα, κρατούσα τα χέρια μου σαν να το κρατούσα πραγματικά», λέει μιλώντας στην El Pais. Όμως η συγγραφή ήταν επώδυνη. «Υπήρχε τόσος πόνος που έπρεπε να σταματάω για μεγάλα διαστήματα».
Ανάμεσα σε εκείνα που τη συγκλόνισαν ήταν η αποκάλυψη ότι ο πατέρας της δεν ήταν ο βιολογικός της πατέρας. «Έπρεπε να επεξεργαστώ ποια είμαι», εξηγεί. «Αλλά ο πατέρας που με μεγάλωσε ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος. Είμαι αυτή που είμαι χάρη στους δύο γονείς που με ανέθρεψαν».
Η δημιουργία ως αντίδοτο στην απώλεια
Παρότι σχεδόν όλα τα βιβλία της πηγάζουν από το πένθος, η Σμιθ επιμένει πως αυτά δεν είναι σκοτεινά. Αντιθέτως, έχουν μέσα τους το φως της αγάπης:
«Το πένθος δεν είναι το τέλος της αγάπης· είναι η απόδειξή της. Κλαις επειδή αγάπησες βαθιά. Κι αν μπορείς ακόμη να νιώσεις αγάπη, μπορείς ακόμη να νιώσεις ελπίδα».
Για εκείνη, η ευγνωμοσύνη είναι κινητήριος δύναμη. «Όταν λες ‘ευχαριστώ’, βγάζεις κρίκους από τις αλυσίδες», σημειώνει.
«Ήξερα τι δεν θα έκανα»

Η φήμη, η δουλειά και η ταπεινότητα
Η σχέση της με τη φήμη παραμένει παράξενη και συχνά αντιφατική. «Είναι καθήκον μου να παίζω», λέει για τα live της, επιμένοντας πως έμαθε από τους γονείς της να εκτιμά «τους καλούς ανθρώπους πάνω από όλα». Θυμάται πως η μητέρα της την ανάγκαζε να μένει μετά από κάθε συναυλία για να δίνει αυτόγραφα στους θαυμαστές: «Μου έλεγε: ‘Μην ξεχνάς ποιος σε έφερε εδώ’».
Παραδέχεται ότι η ίδια συχνά ντρεπόταν για τη δημοσιότητά της — ακόμη και μπροστά σε είδωλα όπως ο Μπομπ Ντίλαν. «Μου είπε ότι του άρεσε η ποίησή μου και εγώ απάντησα: ‘Μισώ την ποίηση’ και έφυγα τρέχοντας. Το τρελό είναι ότι του άρεσε αυτή η αντίδραση».
«Αν σημαίνει ότι ο δίσκος δεν πουλάει, τότε ας μην πουλάει»
Η Σμιθ δεν μπήκε ποτέ στη λογική της βιομηχανίας. Δεν άλλαξε εξώφυλλα, δεν «γλύκανε» στίχους, δεν συμμορφώθηκε. «Αν αυτό σήμαινε ότι ο δίσκος δεν θα πουλούσε, τότε ας μην πουλούσε. Ήξερα τι δεν θα έκανα».
Όμως δεν αρνείται τις ανθρώπινες στιγμές της: «Υπήρξαν δουλειές που δέχτηκα μόνο για τα χρήματα. Δεν είμαι πλούσια. Έχω μια οικογένεια να στηρίξω». Αναφέρει μάλιστα την απάντησή της σε όσους την κατέκριναν: «Έχω δύο μικρά παιδιά. Αν κάποιος διαφωνεί, ας βοηθήσει να πληρώσω τον παιδίατρο».
Η Παλαιστίνη
Η Πάτι Σμιθ δεν κρύβει ότι η πολιτική της στάση της έχει κοστίσει, ειδικά στο ζήτημα της Παλαιστίνης, για το οποίο μιλά με απόλυτη καθαρότητα.
«Όλοι γνωρίζουν τη γνώμη μου για την Παλαιστίνη. Πολλά χρόνια πριν έκανα μια συναυλία στο Ισραήλ, είδα την κατάσταση και από τότε είναι ένα θέμα που δεν με αφήνει να κοιμηθώ τα βράδια. Μερικές φορές περπατάω στον δρόμο στη Νέα Υόρκη και μου φωνάζουν ότι είμαι αντισημίτισσα ή ότι δεν με νοιάζουν οι όμηροι.
»Φυσικά και με νοιάζουν οι όμηροι, αλλά δεν πρόκειται να κάτσω να τους εξηγήσω τα πάντα. Δεν πρόκειται να με εκφοβίσουν. Δεν είμαι πολιτικός ούτε θέλω να είμαι. Είμαι καλλιτέχνις και μητέρα», λέει.
Για τη Σμιθ, το να μιλάει δημόσια είναι θέμα συνείδησης, όχι ρόλου ή υποχρέωσης: μια πράξη που πηγάζει από την ανθρώπινη ηθική της και όχι από πολιτικό πρόγραμμα.
Το βάρος της ευθύνης και η ανάγκη για αμφιβολία
Η Σμιθ μιλά και για την ανάγκη να αφήνει πίσω την εμμονή να έχει πάντα δίκιο. «Είναι λυτρωτικό να αμφιβάλλεις, να βλέπεις τα πράγματα από άλλη οπτική». Αναφέρεται στη δύσκολη καταγραφή του ατυχήματός της στη σκηνή, όταν έσπασε τον αυχένα, και των συνεπειών του: «Τώρα νιώθω πιο ειρηνική από ποτέ».
«Οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη» — και σήμερα;
«Ναι», απαντά σταθερά. «Το πρόβλημα είναι ότι ξεχνάμε πώς να τη χρησιμοποιούμε». Περιγράφει τις ΗΠΑ ως «το χειρότερο δυνατό σενάριο» και τον κόσμο γενικά ως συστηματικά διχασμένο. Ωστόσο επιμένει ότι βλέπει ελπίδα: «Βλέπω ανθρώπους που βγαίνουν στους δρόμους και δεν φοβούνται. Βλέπω τη Γκρέτα Τούνμπεργκ — και τις πολλές Γκρέτες αυτού του κόσμου».
Η παιδικότητα που δεν χάθηκε ποτέ
Παρά τις τιμές, τα χρόνια και τις απώλειες, παραδέχεται: «Κάποιες φορές είμαι ακόμη 10 χρονών». Και αυτό είναι που κρατά την περιέργεια και τον ενθουσιασμό ζωντανά: «Αν έκανα τατουάζ, θα ήταν η φράση ‘η γλώσσα του ενθουσιασμού’»
«Κάποιες φορές είμαι ακόμη 10 χρονών»

Η υστεροφημία και το ανεκπλήρωτο αριστούργημα
Ναι, σκέφτεται τι θα μείνει πίσω. «Θα ήθελα να με θυμούνται ως κάποιον που μπορούσες να εμπιστευτείς». Το Just Kids παραμένει, όπως λέει, «ένα βιβλίο που κουβαλούν άνθρωποι στο μετρό, μέσα σε τσάντες, γεμάτο λεκέδες από καφέ και κρασί».
Και όμως, δεν θεωρεί ότι το μεγάλο έργο της έχει γραφτεί: «Αυτό με κρατά να συνεχίζω — η σκέψη ότι το αριστούργημά μου αντέχει ακόμη».
Πηγλη-φωτο: in.gr
Trikala Day Καθημερινή Ηλεκτρονική Εφημερίδα των Τρικάλων


