Αναζωπυρώνεται η συζήτηση σχετικά με τον ρόλο των παιδιών στη διάδοση του νέου κορωνοϊού. Νέα έρευνα καταλήγει ότι οι ανήλικοι άνω των 10 ετών είναι εξίσου ισχυροί φορείς του ιού και συνεπακόλουθα κολλάνε τους άλλους εξίσου δυναμικά όπως οι ενήλικοι.

Τα στοιχεία αυτά έρχονται από μια ευρείας κλίμακας έρευνα που διεξήχθη στη Νότια Κορέα, βάζοντας στο μικροσκόπιο τις μεταδοτικές… ικανότητες 65.000 ανθρώπων. Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι το εξής: Τα νεότερα παιδιά, κάτω των 10 ετών, μεταδίδουν λιγότερο τη νόσο σε σχέση με τους ενηλίκους – παρ’ όλα αυτά προειδοποιούν ότι το ρίσκο δεν είναι μηδενικό.

Αντιθέτως, τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι ηλικίας 10 ετών και άνω λειτουργούν εξίσου όπως οι ενήλικοι στη διασπορά του ιού με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τα σχολεία. Μάλιστα, υπό τις εξελίξεις αυτές, οι «New York Times» ανοίγουν έναν νέο κύκλο συζήτησης σχετικά με την επαναλειτουργία των σχολείων εξαιτίας του κινδύνου δημιουργίας νέων εστιών.

Αναφερόμενος στη νέα μελέτη, ο Dr Michale Osterholm, ειδικός στις μολυσματικές ασθένειες του Πανεπιστημίου της Μινεσότα των ΗΠΑ, υπογραμμίζει ότι είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει μετάδοση όταν το κουδούνι του σχολείου ηχήσει και πάλι, προσθέτοντας ότι «αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να το αποδεχτούμε και να συμπεριλάβουμε το ρίσκο στα σχέδιά μας».

Αντίστοιχες έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε Ευρώπη και Ασία έχουν καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα. Ομως, όπως διαπιστώνει ο Dr Ashish Jha, επικεφαλής του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Υγεία του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι μελέτες αυτές είχαν περιορισμένο δείγμα και συνεπώς ήταν «αδύναμες».

Ομως η νέα έρευνα «είναι πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη και βασίζεται σε έναν μεγάλο πληθυσμό. Είναι μία από τις καλύτερες μελέτες που έχουμε στη διάθεσή μας».

Η έρευνα

Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες στη Νότια Κορέα εντόπισαν 5.076 ανθρώπους, οι οποίοι σημειωτέον ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν συμπτώματα της νόσου COVID-19 στα νοικοκυριά τους κατά την περίοδο 20 Ιανουαρίου με 27 Μαρτίου, ημερομηνία που έκλεισαν τα σχολεία. Στη συνέχεια ανίχνευσαν τις 59.073 επαφές τους.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε ό,τι αφορά τα μέλη που συγκατοικούσαν στο ίδιο σπίτι, εξετάστηκαν στο σύνολό τους  ανεξαρτήτως εάν είχαν εκδηλώσει συμπτώματα, ενώ σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές επαφές, συμπεριέλαβαν μόνο τους συμπτωματικούς. Μια άλλη σημαντική παράμετρος που έλαβαν υπόψη είναι ότι το μέλος της οικογένειας που εμφάνισε πρώτο συμπτώματα είναι πιθανόν να μην αποτέλεσε το κρούσμα «0» εντός του συγκεκριμένου νοικοκυριού. Τα παιδιά άλλωστε είναι λιγότερο πιθανό – συγκριτικά πάντα με τους ενηλίκους – να παρουσιάζουν συμπτώματα, επομένως η μελέτη μπορεί να έχει υποτιμήσει τον αριθμό των ανηλίκων που αποτελούν τον πρώτο κρίκο στην αλυσίδα μετάδοσης.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η διαπίστωση ότι τα μικρότερα παιδιά μεταδίδουν σε μικρότερη συχνότητα τον ιό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι εκπνέουν λιγότερο αέρα, άρα «απελευθερώνουν» μικρότερο ιικό φορτίο. Επίσης, εξαιτίας του ύψους τους, ο αέρας που εκπνέουν δεν πάει ψηλά, με αποτέλεσμα να καθίσταται λιγότερο πιθανό οι ενήλικοι να τον εισπνεύσουν.

Αναπάντητα ερωτήματα

Οι ειδικοί ανά τον κόσμο σημειώνουν πάντως πως και η συγκεκριμένη μελέτη έχει περιορισμούς, με αποτέλεσμα ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα να παραμένουν αναπάντητα.

Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανίχνευσαν μόνο εκείνες τις επαφές παιδιών που ένιωσαν άρρωστα, συνεπακόλουθα παραμένει αδιευκρίνιστος ο ρόλος των ανήλικων φορέων που παραμένουν ασυμπτωματικοί, σχολιάζει στους «New York Times» η Cailtin Rivers, επιδημιολόγος στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Jonhs Hopkins. Ομως, σύμφωνα με την ίδια, τα συμπεράσματα συμβάλλουν σημαντικά στις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, δεδομένου ότι τα μικρότερα παιδιά είναι αυτά που δυσκολεύονται περισσότερο από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Μάλιστα, σε μια σχετική επιστημονική συζήτηση πρότεινε την επαναλειτουργία των τάξεων του δημοτικού.