Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
trikaladay.gr / Τοπικά / Αφιέρωμα  στον Βασίλη Τσιτσάνη: Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης

Αφιέρωμα  στον Βασίλη Τσιτσάνη: Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Ο συνθέτης και τραγουδιστής γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα, στις 18 Ιανουαρίου.

Ο Γιώργος Λιάνης το 2014 δημοσιεύει το βιβλίο «Τσιτσάνης, αιώνιος καλπασμός» αφιερωμένο στη ζωή του διάσημου συνθέτη. «Όλοι θεωρούν ότι ο Τσιτσάνης ήταν ένας µύστης του ρεµπέτικου τραγουδιού. Αληθές» γράφει ο Γιώργος Λιάνης. «Μόνο που, από κάποιο σηµείο και πέρα, έπαψε να είναι. Γιατί η φιλοσοφία του «ρεµπέτη» δεν τον εξέφραζε. Ούτε η µουσική του. Με τα βαριά ζεϊµπέκικα και τα βαριά χασάπικα. Τον αργό ρυθµό, το περιορισµένο λεξιλόγιο και την ασφυκτικά κλεισµένη στο υπόγειο του περιθωρίου θεµατολογία. Ήθελε διακαώς να διαχωρίσει τον δρόµο του, γιατί ο δικός του «Μουσικός Κόσµος» διέφερε. Ήθελε να εκφράσει κάτι περισσότερο. Όπως και έκανε”.

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915. Ο πατέρας του ήταν τσαρουχάς, ο οποίος είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του, της Ηπείρου. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία.“… Συντηρητική και σημαδεμένη από πολλούς θανάτους η οικογένεια Τσιτσάνη. Ο πατέρας του, Κώστας, ήταν τσαρουχάς. Φτωχός, αλλά εξαιρετικός στη δουλειά του. Τα τσαρούχια που έφτιαχνε ήταν «σκαφτά» και είχε παραγγελίες ακόμα και από την ανακτορική φρουρά. Με τη μητέρα του, Βικτωρία ή Βίτω, το γένος Λάζου, παντρεύτηκαν όταν εκείνη ήταν δεκαέξι χρονών. Από τα δεκατέσσερα παιδιά που γεννήθηκαν, έμειναν τα τέσσερα. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο Νίκος, ο Χρήστος, ο Βασίλης και η Τερψιχόρη. Ο Βασίλης γεννήθηκε το 1915 και πήρε το όνομα του πρωτότοκου, επίσης Βασίλη, που έζησε λίγο” αναφέρει στο βιβλίο του ο Γ. Λιάνης.

Το 1927 χάνει τον πατέρα του και τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο, το οποίο ο πατέρας του είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.

Γράφει τα πρώτα του τραγούδια σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά. Για να συμπληρώσει τα έσοδά του, δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία.

Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε.

Μετά την “Αρχόντισσα” έρχονται κι άλλα τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα, τα οποία ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού, το οποίο απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι, που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών. Με αυτά απαντά στη λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας, η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου ρεπερτορίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.

Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο.

“Προφανώς τον ύμνο του ΕΑΜ ΕΛΑΣ τον έγραψε γιατί επηρεάστηκε από το γενικότερο κλίμα εναντίον των Γερμανών. Και σου λέει, ποια είναι η μεγαλύτερη οργάνωση; Αυτή. Όχι, δεν θα μπω, αλλά θα γράψω κάτι γι’ αυτήν. Το θέμα, όμως, παραμένει. Την περίοδο ’46-’49 δεν ξέρω άλλον που να τολμά να γράψει τραγούδια σαν αυτά του Τσιτσάνη. Ποιος θα τολμούσε να γράψει το “Κάποια μάνα αναστενάζει”, που ήταν ο ύμνος εκείνης της εποχής; Κι όλα τα άλλα, τα αλληγορικά του, που δεν θα μπορούσε να τα περάσει από τη λογοκρισία, αλλά είναι εμφανές αυτό που θέλουν να πουν. Ποιος άλλος θα μπορούσε να τα κάνει;” αναφέρεται στο βιβλίο “Τσιτσάνης, αιώνιος καλπασμός”.

«Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια που τραγουδάμε μέχρι σήμερα.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε αφηγηθεί στον Γιώργο Λιάνη την ιστορία πίσω από τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” που έγραψε το 1948.

“Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε, ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως, είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι”.

Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του, καθώς γνωρίζει την καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.

«Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Έλα όπως είσαι», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο.

Το τραγούδι «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», το οποίο ερμήνευσε η Μαρίκα Νίνου το 1954 είναι το τραγούδι με το οποίο τελείωσε η «θυελλώδης» συνεργασία, αλλά και η σχέση του παράνομου ζευγαριού. Ήταν και οι δύο παντρεμένοι με παιδιά.

Για τον Βασίλη Τσιτσάνη αυτή η σχέση είχε ημερομηνία λήξης εξ αρχής, καθώς δεν ήθελε να διαλύσει τον γάμο και την οικογένεια του. Εκείνη όμως προσπάθησε να τον κάνει δικό της με κάθε τρόπο. Όσο η επιτυχία τους μεγάλωνε και το δέσιμό τους γινόταν πιο έντονο, τόσο πιο προβληματική γινόταν η σχέση τους. Το ταξίδι τους στην Κωνσταντινούπολη το 1952 ήταν η αρχή του τέλους, καθώς το ειδύλλιο του Τσιτσάνη με μία Τουρκάλα έφερε την Νίνου στα όρια της.

Πέρασε αρκετός καιρός για να τα ξαναβρούν, μέχρι που ο καρκίνος χτύπησε τη Μαρίκα Νίνου, το 1954. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστάθηκε και την πήγε στον γιατρό, ο οποίος της σύστησε θεραπεία στην Αμερική.Η Νίνου ετοιμαζόταν να φύγει στην Αμερική όταν ο Τσιτσάνης τον Μάρτιο του ‘54 της έδωσε να πει ένα τραγούδι. Τα λόγια ήταν ξεκάθαρα για το τέλος της τετράχρονης σχέσης τους: «Τι σήμερα, τι αύριο, τη τώρα…». Όταν η Νίνου πήρε το τραγούδι κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια και μόλις μπήκε στο στούντιο για την ηχογράφηση ξέσπασε σε κλάματα. Σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη αφήνοντας άναυδους όλους τους παρευρισκόμενους. Είπε το τραγούδι μόνο μία φορά για την ηχογράφηση.

Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές «μόδες», παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας και ο ίδιος.

Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : «Ίσως αύριο (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια»(1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου»(1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα»(1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές»(1968), «Κάποιο αλάνι»(1968), «Της Γερακίνας γιός»(1975), “Δηλητήριο στη φλέβα”(1979).

Γράφει ο Γιώργος Λιάνης στο βιβλίο του για την πρώτη τους συνάντηση το 1972: «…Το πρώτο ραντεβού για συνέντευξη μου το έκλεισε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Σεπτέμβρης 1972. Οδός Αχιλλέως, αριθμός 1. Τη θυμάμαι καλά αυτή τη μέρα. Στο κατώφλι του σπιτιού με είχε υποδεχτεί η οικογένεια. Η γυναίκα του, Ζωή, η κόρη του, Βικτωρία, μια νεότερη Ζωή, με αιθέριο δέρμα και φακίδες, και ο Κώστας, φτυστός ο πατέρας του.Ο Τσιτσάνης ήταν στο υπόγειο. Εκεί ζούσε. Απομονωμένος, σαν αγιορείτης καλόγερος. Εκεί γύριζε ξημερώματα από το «Χάραμα». Εκεί δούλευε ολημερίς. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα σε μια «σκήτη». Η ατμόσφαιρα, θα ’λεγες, αγιασμένη. Σιγαλινή. Τα μπουζούκια άλαλα, ένας μουγκός μπαγλαμάς και στον αέρα ηλεκτρισμένη η αύρα του Τσιτσάνη. Πώς οι σκήτες των μοναχών αποπνέουν θρησκευτικότητα; Η σκήτη του Τσιτσάνη ήταν γεμάτη νότες. Όλων των χρωμάτων. Ιδιαίτερα αυτές που ο Καζαντζίδης έλεγε, «μωβ νότες». Λυγμικές και πένθιμες, ανάκατες με τις λαγγεμένες νότες των τραγουδιών του που τραγούδησε η Νίνου. Σκήτη, γιατί δεν είχε τίποτε από τα χρειώδη. Τίποτε σύγχρονο. Εκτός από ένα καταπληκτικό στερεοφωνικό συγκρότημα, το πιο τέλειο στην εποχή του, που, ω της εκπλήξεως, ο Τσιτσάνης δεν ήξερε να το δουλεύει! Ήταν ντυμένος στην τρίχα. Παντελόνι καμπάνα, μαύρο μεταξωτό πουκάμισο, το πιο λευκό που έχω δει, και εκπληκτικά ασπρόμαυρα παπούτσια, καστόρινα, μυτερά, με κορδόνια. Σαν τα σκαρπίνια που φορούσαν οι μαφιόζοι στις ταινίες του ’30…» .

Το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Το βαπόρι από την Περσία» βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Στις 7 Ιανουαρίου 1977, άνδρες του Λιμενικού επέδραμαν στο κυπριακό μότορσιπ «Γκλόρια», που έπλεε κοντά στα Ίσθμια και ανακάλυψαν στα αμπάρια του 11 τόνους χασίς, μία από τις μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που είχαν ανακαλυφθεί έως τότε, όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής. Το πλοίο είχε φορτώσει το «μυρωδάτο χασίσι» από λιμάνι του Λιβάνου και κατευθυνόταν προς την Αμβέρσα του Βελγίου. Οι ελληνικές αρχές ήταν ενήμερες για το είδος του φορτίου, καθώς ο πλοίαρχος του «Γκλόρια», Νίκος Ξανθόπουλος, παλαιός ανανήψας λαθρέμπορος, συνεργαζόταν με την DEA, την αμερικανική υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. Με τηλέγραφημά του στις 23 Δεκεμβρίου 1976 είχε ενημερώσει τους Έλληνες αρμόδιους ότι τις επόμενες ημέρες το πλοίο του θα μετέφερε φορτίο με σοκολάτες.

O Τσιτσάνης πληροφορήθηκε το περιστατικό από μία φίλη του. «Βάζεις το χέρι στο βαγγέλιο ότι άκουσες καλά… Έντεκα τόνοι μαύρη! Πρωτοφανές!» της είπε. Σχεδόν αμέσως του ήρθε η έμπνευση και άρχισε να γράφει την πρώτη στροφή του τραγουδιού και το βράδυ άρχισε να το ντύνει με νότες. «Ήταν Σάββατο», θυμάται. «Πιάνω από δω, πιάνω από κει… Δεν μου άρεσε το τέμπο. Μετά έγραψα τη δεύτερη στροφή πίσω από ένα αγγελτήριο γάμου. Μετά μου ήρθαν στο νου οι μουσικές που γύρευα και όλα πήγαν ρολόι».

Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί, στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σε αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross.

Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του στις 18 Ιανουαρίου, πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου, ύστερα από επιπλοκές μετά από μία εγχείρηση στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε τα καινούργια τραγούδια του.

Ο Χαρίλαος Φλωράκης για τον Τσιτσάνη

«Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα Τηλεγραφητών, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια, μετά το προσκλητήριο, πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλον και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν, και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά, όμως, ο επιλοχίας του έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί, στην αναφορά, τον ρωτάει ο λοχαγός, ‘Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;’. Και αυτός, με χιούμορ και ετοιμόλογος όπως ήταν, του απαντά, ‘Ασυρματιστής δεν είμαι, κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει’».

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Τσιτσάνη

“Τον συνάντησα για πρώτη φορά όταν ήμουν 11 χρονών (το 1942) στη Θεσσαλονίκη. Έξι μήνες προτού παντρευτεί. Έκτοτε – στα 42 χρόνια που ακολούθησαν ως το θάνατο του (το 1984) ήταν λιγοστές οι επικοινωνίες μας. Κάποτε του έστειλα στίχους μου να τους μελοποιήσει, μου τους επέστρεψε, δεν του άρεσαν. Με ρωτούσε για ορισμένα τραγούδια του. Του απαντούσα: «Απαράδεκτο!». Θύμωνε. Μαλώναμε πολύ όσο ζούσε … Δεν πειράζει, τον θεωρώ κορυφαίο…”

Ο Mίκης Θεοδωράκης για τον Τσιτσάνη

«Θέλω να λογαριάζομαι σαν ένας ταπεινός μαθητής του Βασίλη Τσιτσάνη»

Ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Τσιτσάνη

«Λίγο πριν απ’ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το “Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω”. Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον “Ερωτόκριτο”» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο “Ματωμέvο Γάμο” του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς”.

Πηγές πληροφοριών: Μουσείο Τσιτσάνη, βιβλίο Γ. Λιάνη «Τσιτσάνης, αιώνιος καλπασμός», Μηχανή του Χρόνου

Δες επίσης

Δήλωση Ηλία Βλαχογιάννη, για τον Ε-65

Αισθάνομαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος και δικαιωμένος για τη μικρή μου συμβολή στη συνολική μας προσπάθεια για ...